Anonymous

δρίος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρίος''': τὸ, (ἴδε [[δρῦς]]) [[λόχμη]], [[δάσος]], [[δρίος]] ὕλης, [[λόχμη]] δάσους, Ὀδ. Ξ. 353 ([[ἔνθα]] τὸ γένος [[εἶναι]] ἀόριστον)· ἀλλὰ [[δρίος]] εὔδενδρον ὑλῆεν Ἀνθ. Π. 7. 193, 203· ἅπαν Ὀππ. Ἁλ. 4. 588· ἐν δρίει Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. 43· ― κατὰ πληθ. δρία, τά, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ δρίον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, Σοφ. Τρ. 1012, Εὐρ. Ἑλ. 1326.
|lstext='''δρίος''': τὸ, (ἴδε [[δρῦς]]) [[λόχμη]], [[δάσος]], [[δρίος]] ὕλης, [[λόχμη]] δάσους, Ὀδ. Ξ. 353 ([[ἔνθα]] τὸ γένος [[εἶναι]] ἀόριστον)· ἀλλὰ [[δρίος]] εὔδενδρον ὑλῆεν Ἀνθ. Π. 7. 193, 203· ἅπαν Ὀππ. Ἁλ. 4. 588· ἐν δρίει Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. 43· ― κατὰ πληθ. δρία, τά, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ δρίον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, Σοφ. Τρ. 1012, Εὐρ. Ἑλ. 1326.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc. sg. et pl.</i> [[δρία]];<br />petit bois, taillis.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}