Anonymous

δυσάλγητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσάλγητος''': -ον, [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. [[ἀναίσθητος]], [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνάλγητος]], Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ [[δυσάλγητος]] φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.
|lstext='''δυσάλγητος''': -ον, [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. [[ἀναίσθητος]], [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνάλγητος]], Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ [[δυσάλγητος]] φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insensible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀλγέω]].
}}
}}