3,273,773
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσάλγητος''': -ον, [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. [[ἀναίσθητος]], [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνάλγητος]], Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ [[δυσάλγητος]] φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689. | |lstext='''δυσάλγητος''': -ον, [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. [[ἀναίσθητος]], [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνάλγητος]], Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ [[δυσάλγητος]] φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />insensible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀλγέω]]. | |||
}} | }} |