3,274,916
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρύπτω''': Εὐρ. Ἠλ. 150· μέλλ. δρύψω (κατα-) Ἀνθ. Π. 5. 43· ἀόρ. ἔδρυψα, Ἐπ. δρύψα Ἰλ., πρβλ. ἀποδρύφω. ― Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.· ἀόρ. δρυψάμενος Ὀδ. ― Παθ., Ἀνθ. Π. 7, 2· ἀόρ. ἐδρύφθην Βάβρ. 36. 10· ὑπερσυντ. δέδρυπτο Κόϊντ. Σμ. 14. 391· πρβλ. ἀμφι-, ἀπο-[[δρύπτω]]. (Ἐκ τῆς √ΔΡΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδρύφω, καὶ ἐν τῷ [[δρυφή]], [[δρυφάζω]]). Ξέω. «τσουγγρανίζω», σπαράττω, [[σχίζω]], βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ’ ἀπὸ μυώνων Ἰλ. Π. 324· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρυψαμένω δ’ ὀνύχεσσι παρειὰς [[ἀμφί]] τε [[δειράς]], σπαράττοντες [[ἀλλήλων]]…, Ὀδ. Β. 153· ― κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ἔνδειξιν πένθους, δρύπτειν [[κάρα]] Εὐρ. Ἠλ. 150· [[ἑκάτερθε]] παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 672· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρύπτεσθαι παρειάν, σπαράττω, [[κατασχίζω]] τὴν παρειάν μου, Λατ. genas lacerare, Εὐρ. Ἑκ. 655· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ παρειάν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13· πρβλ. [[καταδρύπτω]]. | |lstext='''δρύπτω''': Εὐρ. Ἠλ. 150· μέλλ. δρύψω (κατα-) Ἀνθ. Π. 5. 43· ἀόρ. ἔδρυψα, Ἐπ. δρύψα Ἰλ., πρβλ. ἀποδρύφω. ― Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.· ἀόρ. δρυψάμενος Ὀδ. ― Παθ., Ἀνθ. Π. 7, 2· ἀόρ. ἐδρύφθην Βάβρ. 36. 10· ὑπερσυντ. δέδρυπτο Κόϊντ. Σμ. 14. 391· πρβλ. ἀμφι-, ἀπο-[[δρύπτω]]. (Ἐκ τῆς √ΔΡΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδρύφω, καὶ ἐν τῷ [[δρυφή]], [[δρυφάζω]]). Ξέω. «τσουγγρανίζω», σπαράττω, [[σχίζω]], βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ’ ἀπὸ μυώνων Ἰλ. Π. 324· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρυψαμένω δ’ ὀνύχεσσι παρειὰς [[ἀμφί]] τε [[δειράς]], σπαράττοντες [[ἀλλήλων]]…, Ὀδ. Β. 153· ― κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ἔνδειξιν πένθους, δρύπτειν [[κάρα]] Εὐρ. Ἠλ. 150· [[ἑκάτερθε]] παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 672· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρύπτεσθαι παρειάν, σπαράττω, [[κατασχίζω]] τὴν παρειάν μου, Λατ. genas lacerare, Εὐρ. Ἑκ. 655· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ παρειάν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13· πρβλ. [[καταδρύπτω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>Act. seul. ao.</i> ἔδρυψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδρύφθην, <i>pqp.</i> ἐδεδρύμμην;<br />écorcher, égratigner, déchirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> δρύπτομαι écorcher, déchirer sur soi : δ. παρειάν EUR se déchirer la joue en signe de douleur ; <i>en parl. de deux aigles</i> δ. παρειάς OD se déchirer mutuellement la face.<br />'''Étymologie:''' R. Δρυφ, écorcher. | |||
}} | }} |