Anonymous

δοξόσοφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξόσοφος''': -ον, ὁ οἰόμενος ἑαυτὸν σοφὸν [[εἶναι]], Πλάτ. Φαίδρ. 275Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· πρβλ. [[δοκησίσοφος]].
|lstext='''δοξόσοφος''': -ον, ὁ οἰόμενος ἑαυτὸν σοφὸν [[εἶναι]], Πλάτ. Φαίδρ. 275Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· πρβλ. [[δοκησίσοφος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se croit sage.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]], [[σοφός]].
}}
}}