Anonymous

δυσεξαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξᾰπάτητος''': -ον, δυσκόλως ἐξαπατώμενος, Πλάτ. Πολ. 413C, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
|lstext='''δυσεξᾰπάτητος''': -ον, δυσκόλως ἐξαπατώμενος, Πλάτ. Πολ. 413C, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à tromper.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξαπατάω]].
}}
}}