Anonymous

διφρεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφρεύω''': ([[δίφρος]]) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., [[διατρέχω]] ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον [[πέλαγος]] [[αὐτόθι]] 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.
|lstext='''διφρεύω''': ([[δίφρος]]) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., [[διατρέχω]] ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον [[πέλαγος]] [[αὐτόθι]] 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> conduire un char;<br /><b>2</b> parcourir sur un char, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
}}
}}