Anonymous

δυσέκπλυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέκπλῠτος''': -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, [[οὐχί]] ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.
|lstext='''δυσέκπλῠτος''': -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, [[οὐχί]] ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à effacer <i>litt.</i> à laver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκπλύνω]].
}}
}}