Anonymous

δοιή: Difference between revisions

From LSJ
162 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοιή''': ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δυσκολία]], [[δισταγμός]], [[ἀπορία]], ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).
|lstext='''δοιή''': ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δυσκολία]], [[δισταγμός]], [[ἀπορία]], ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>dans la loc</i>. [[ἐν]] δοιῇ ([[εἶναι]]) être en doute.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[δοιός]].
}}
}}