Anonymous

δυσκολία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκολία''': ἡ, δυσαρέσκεια, [[δυστροπία]], «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]], δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 2. 5, 3.
|lstext='''δυσκολία''': ἡ, δυσαρέσκεια, [[δυστροπία]], «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]], δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 2. 5, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur difficile <i>ou</i> morose.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκολος]].
}}
}}