Anonymous

δυσκατάσβεστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκατάσβεστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.
|lstext='''δυσκατάσβεστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à éteindre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κατασβέννυμι]].
}}
}}