3,270,629
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσκαπνος''': -ον, πολὺ καπνισμένος, [[ἄθλιος]] ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5. | |lstext='''δύσκαπνος''': -ον, πολὺ καπνισμένος, [[ἄθλιος]] ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />enfumé.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καπνός]]. | |||
}} | }} |