Anonymous

δυσλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσλόγιστος''': -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, [[ἀλόγιστος]], χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
|lstext='''δυσλόγιστος''': -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, [[ἀλόγιστος]], χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui calcule <i>ou</i> qui raisonne mal, déraisonnable;<br /><b>2</b> difficile à calculer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λογίζομαι]].
}}
}}