3,273,146
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκατέργαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, [[λίθος]], Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = [[δυσκατάπρακτος]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. | |lstext='''δυσκατέργαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, [[λίθος]], Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = [[δυσκατάπρακτος]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κατεργάζομαι]]. | |||
}} | }} |