Anonymous

δυσκατάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκατάλλακτος''': -ον, [[δυσδιάλλακτος]], δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.
|lstext='''δυσκατάλλακτος''': -ον, [[δυσδιάλλακτος]], δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καταλλάσσω]].
}}
}}