3,276,932
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκάθαρτος''': -ον, δυσκόλως καθαιρόμενος, Πλούτ. 2. 991Β. ΙΙ. δυσκόλως διὰ καθαρμῶν ἐξιλεούμενος, Λατ. inexpiabilis, δ. Ἅιδου [[λιμήν]], ἐπὶ τοῦ οἴκου τῶν Λαβδακιδῶν, ἐν ᾧ [[οὐδέποτε]] ἔληξαν οἱ φόνοι, Σοφ. Ἀντ. 1284· [[δαίμων]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1250. | |lstext='''δυσκάθαρτος''': -ον, δυσκόλως καθαιρόμενος, Πλούτ. 2. 991Β. ΙΙ. δυσκόλως διὰ καθαρμῶν ἐξιλεούμενος, Λατ. inexpiabilis, δ. Ἅιδου [[λιμήν]], ἐπὶ τοῦ οἴκου τῶν Λαβδακιδῶν, ἐν ᾧ [[οὐδέποτε]] ἔληξαν οἱ φόνοι, Σοφ. Ἀντ. 1284· [[δαίμων]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1250. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à purifier;<br /><b>2</b> difficile à fléchir par des expiations, <i>càd</i> qui exige victime sur victime.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καθαίρω]]. | |||
}} | }} |