3,274,919
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσηλεγής''': -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, [[ἑπομένως]], [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ [[τανηλεγής]], ἐκ τοῦ [[λέγω]], [[κοιμίζω]], βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ [[ἀπηλεγέως]], ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]], κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ [[ἄλγος]] = [[δυσαλγής]]. | |lstext='''δυσηλεγής''': -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, [[ἑπομένως]], [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ [[τανηλεγής]], ἐκ τοῦ [[λέγω]], [[κοιμίζω]], βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ [[ἀπηλεγέως]], ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]], κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ [[ἄλγος]] = [[δυσαλγής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />dur, pénible, cruel.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄλγος]] ; <i>ou</i> sel. d’autres δυσ-, [[ἀλέγω]]. | |||
}} | }} |