δυσραγής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσρᾰγής''': -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.
|lstext='''δυσρᾰγής''': -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />difficile à rompre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ῥήγνυμι]].
}}
}}