3,270,629
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσέμβατος''': -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, [[πετρώδης]], τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· [[ἀπρόσιτος]], [[δυσπρόσιτος]], οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150. | |lstext='''δυσέμβατος''': -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, [[πετρώδης]], τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· [[ἀπρόσιτος]], [[δυσπρόσιτος]], οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inaccessible, impénétrable ; <i>fig.</i> qui s’accorde mal.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐμβαίνω]]. | |||
}} | }} |