Anonymous

δυσέμβατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέμβατος''': -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, [[πετρώδης]], τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· [[ἀπρόσιτος]], [[δυσπρόσιτος]], οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.
|lstext='''δυσέμβατος''': -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, [[πετρώδης]], τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· [[ἀπρόσιτος]], [[δυσπρόσιτος]], οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inaccessible, impénétrable ; <i>fig.</i> qui s’accorde mal.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐμβαίνω]].
}}
}}