Anonymous

δυσοίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσοίζω''': λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, Εὐρ. Ρήσ. 724· καὶ ἐν τῷ μέσ., φοβοῦμαι, [[αὐτόθι]] 805. ΙΙ. ἐν τῷ [[οὔτοι]] [[δυσοίζω]] θάμνον ὡς [[ὄρνις]] φόβῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1316, τὸ δ. φόβῳ φαίνεται = φοβοῦμαι, φοβοῦμαί τι, [[τρέμω]] ἐνώπιόν τινος. (Τὸ ἁπλοῦν οἴζω ἀναφέρεται μόνον ὑπὸ Ἀπολλ. Δυσκ. ἐν Α. Β. 538· πρβλ. [[οἰμώζω]] ἐκ τοῦ οἵμοι).
|lstext='''δυσοίζω''': λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, Εὐρ. Ρήσ. 724· καὶ ἐν τῷ μέσ., φοβοῦμαι, [[αὐτόθι]] 805. ΙΙ. ἐν τῷ [[οὔτοι]] [[δυσοίζω]] θάμνον ὡς [[ὄρνις]] φόβῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1316, τὸ δ. φόβῳ φαίνεται = φοβοῦμαι, φοβοῦμαί τι, [[τρέμω]] ἐνώπιόν τινος. (Τὸ ἁπλοῦν οἴζω ἀναφέρεται μόνον ὑπὸ Ἀπολλ. Δυσκ. ἐν Α. Β. 538· πρβλ. [[οἰμώζω]] ἐκ τοῦ οἵμοι).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être effrayé, redouter, craindre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, *οἴζω, cf. [[οἰζύς]].
}}
}}