Anonymous

διαστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[χωρίζω]], [[ἐκτείνω]], ἀπομακρύνω, [[ἀποχωρίζω]], ξυνεσταλμένα δ. Ἱππ. κατ’ Ἰητρ., 744· τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 15, 7· δ. τι τοῖς ὄνυξι, βιαίως ἀνοίγω, διασπαράττω, Πλούτ. Θησ. 36. - Παθ., φουσκώνω, ἀνοίγομαι, ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριστ. Ἀκουσμ. 7· διασταλέντα τὰ [[ὑγρά]], ἐκταθέντα, μείζονα τὸν ὄγκον γενόμενα, ὁ αὐτ. Προβλ. 9. 14. 2) [[διακρίνω]], [[ὁρίζω]], τὰ λεγόμενα Πλάτ. Εὐθύδ. 295D, πρβλ. Πολιτ. 265Ε, Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 6· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., δ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 2. 8, 17· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω, ὡς τὸ διαιρέομαι, Πλάτ. Πολ. 535Β. 3) σαφῶς διατάττω, δίδω ὡρισμένας διαταγὰς καὶ ῥητάς, τινι [[περί]] τινος Διόδ. Ἐκκλ. 2. 619. - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ἀμετάβ., διαφωνῶ, εἶμαι [[διάφορος]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 18. 30, 11.
|lstext='''διαστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[χωρίζω]], [[ἐκτείνω]], ἀπομακρύνω, [[ἀποχωρίζω]], ξυνεσταλμένα δ. Ἱππ. κατ’ Ἰητρ., 744· τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 15, 7· δ. τι τοῖς ὄνυξι, βιαίως ἀνοίγω, διασπαράττω, Πλούτ. Θησ. 36. - Παθ., φουσκώνω, ἀνοίγομαι, ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριστ. Ἀκουσμ. 7· διασταλέντα τὰ [[ὑγρά]], ἐκταθέντα, μείζονα τὸν ὄγκον γενόμενα, ὁ αὐτ. Προβλ. 9. 14. 2) [[διακρίνω]], [[ὁρίζω]], τὰ λεγόμενα Πλάτ. Εὐθύδ. 295D, πρβλ. Πολιτ. 265Ε, Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 6· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., δ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 2. 8, 17· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω, ὡς τὸ διαιρέομαι, Πλάτ. Πολ. 535Β. 3) σαφῶς διατάττω, δίδω ὡρισμένας διαταγὰς καὶ ῥητάς, τινι [[περί]] τινος Διόδ. Ἐκκλ. 2. 619. - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ἀμετάβ., διαφωνῶ, εἶμαι [[διάφορος]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 18. 30, 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαστελῶ, <i>ao.</i> διέστειλα, <i>pf.</i> διέσταλκα;<br /><i>Pass. f.</i> διασταλήσομαι, <i>ao.2</i> διεστάλην;<br />séparer, écarter : [[τι]] τοῖς ὄνυξι PLUT déchirer <i>ou</i> fouiller qch avec ses serres <i>en parl. d’un aigle</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαστέλλομαι déterminer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στέλλω]].
}}
}}