Anonymous

δυσπόριστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπόριστος''': -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., [[δυσκολία]] περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.
|lstext='''δυσπόριστος''': -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., [[δυσκολία]] περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πορίζω]].
}}
}}