3,271,435
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπόριστος''': -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., [[δυσκολία]] περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23. | |lstext='''δυσπόριστος''': -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., [[δυσκολία]] περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πορίζω]]. | |||
}} | }} |