Anonymous

δυναστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠναστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.
|lstext='''δῠναστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />impérieux, autoritaire.<br />'''Étymologie:''' [[δυνάστης]].
}}
}}