Anonymous

δυσφάνταστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσφάνταστος''': -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, [[δύναμις]], ἀντίθ. εὐφάνταστος, [[εὐφαντασίωτος]]. Πλούτ. 2. 432C.
|lstext='''δυσφάνταστος''': -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, [[δύναμις]], ἀντίθ. εὐφάνταστος, [[εὐφαντασίωτος]]. Πλούτ. 2. 432C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι.
}}
}}