Anonymous

δυσκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκάθεκτος''': -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.
|lstext='''δυσκάθεκτος''': -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à contenir, fougueux, effréné.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κατέχω]].
}}
}}