δυσπρόσοπτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπρόσοπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, [[κάρα]] τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.
|lstext='''δυσπρόσοπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, [[κάρα]] τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> horrible à voir;<br /><b>2</b> terrible à voir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσόψομαι]].
}}
}}