3,277,819
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσᾰρεστέω''': δὲν εὐχαριστοῦμαι, θεωρῶ ἐμαυτὸν προσβεβλημένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 23· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 4. 22, 9, κτλ.· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ., ὁ αὐτ. 5. 94, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προξενῶ δυσαρέσκειαν εἴς τινα, ὁ αὐτ. 7. 5, 6. | |lstext='''δυσᾰρεστέω''': δὲν εὐχαριστοῦμαι, θεωρῶ ἐμαυτὸν προσβεβλημένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 23· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 4. 22, 9, κτλ.· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ., ὁ αὐτ. 5. 94, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προξενῶ δυσαρέσκειαν εἴς τινα, ὁ αὐτ. 7. 5, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être mécontent <i>ou</i> contrarié de, τινι;<br /><b>2</b> <i>avec un sujet de choses</i> déplaire : δυσαρεστουμένη [[φιλία]] PLUT amitié déplaisante;<br /><i><b>Moy.</b></i> δυσαρεστέομαι-οῦμαι être mécontent.<br />'''Étymologie:''' [[δυσάρεστος]]. | |||
}} | }} |