Anonymous

δυσαρεστέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσᾰρεστέω''': δὲν εὐχαριστοῦμαι, θεωρῶ ἐμαυτὸν προσβεβλημένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 23· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 4. 22, 9, κτλ.· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ., ὁ αὐτ. 5. 94, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προξενῶ δυσαρέσκειαν εἴς τινα, ὁ αὐτ. 7. 5, 6.
|lstext='''δυσᾰρεστέω''': δὲν εὐχαριστοῦμαι, θεωρῶ ἐμαυτὸν προσβεβλημένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 2, 23· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 4. 22, 9, κτλ.· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ., ὁ αὐτ. 5. 94, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προξενῶ δυσαρέσκειαν εἴς τινα, ὁ αὐτ. 7. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être mécontent <i>ou</i> contrarié de, τινι;<br /><b>2</b> <i>avec un sujet de choses</i> déplaire : δυσαρεστουμένη [[φιλία]] PLUT amitié déplaisante;<br /><i><b>Moy.</b></i> δυσαρεστέομαι-οῦμαι être mécontent.<br />'''Étymologie:''' [[δυσάρεστος]].
}}
}}