3,274,522
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑαυτοῦ''': ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, ὁ πληθυντ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, -άς, Ἰων. [[ἑωυτοῦ]], κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. αὑτοῦ, κτλ., [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] παρὰ Τραγ., ἂν καὶ τὸ [[ἑαυτοῦ]], κτλ., ἀπαντῶσιν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 186, 702, 890, κτλ.· Δωρ. [[αὐταύτου]], ἴδε ἐν λέξει. Αὐτοπαθὴς ἀντωνυμ. τοῦ γ΄ προσώπ., Λατ. sui, sibi, se, κτλ.· πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. (ὁ Ὅμ. ἔχει ἕο [[αὐτοῦ]], οἷ αὐτῷ, ἓ αὐτόν): - [[πολλαχοῦ]] [[εἶναι]] ἀδιάφορον ἂν γράψωμεν [[αὐτοῦ]] ἢ αὑτοῦ, κτλ., καὶ τούτου ἕνεκεν αἱ ἐκδόσεις διαφέρουσιν, ἴδε Βουττμ. Δημ. κ. Μειδ. 140: - αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ἀσχέτως, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Β· αὐτὸ ἐφ’ αὑτοῦ, [[αὐτόθι]] 160C· τὸ ἐφ’ ἑαυτὸν Θουκ. 1. 141· αὐτὸ καθ’ αὑτὸ Πλάτ. Θεαίτ. 157Α· αὐτὰ πρὸς αὐτὰ [[αὐτόθι]] 154Ε: - ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] Θουκ. 5. 60, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 3· ἐφ’ [[ἑαυτοῦ]], ἴδε ἐπὶ Ι. 1. δ· ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] γ., ἴδε ἐν Ι. 1, [[ἐντός]]· - παρ’ ἑαυτῷ, ἐν τῇ [[ἑαυτοῦ]] οἰκίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 3, κτλ.: - ἔχει ἰδιαιτέραν τινὰ χρῆσιν [[μετὰ]] συγκριτ. καὶ ὑπερθ., πλουσιώτεροι ἑαυτῶν Θουκ. 1. 8· θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Πλάτ. Πρωτ. 350Δ, πρβλ. Δ· οὕτω, τῇ αὐτὸ [[ἑωυτοῦ]] ἐστι μακρότατον, [[ἔνθα]] ἔχει τὸ μέγιστον [[μῆκος]], Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 149., 4. 85, 198· βελτίστους ἑαυτῶν γίγνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους [[ὅταν]] πρὸς τοὺς θεοὺς βαδίζωσιν Πλουτ. Ἠθ. 413Β. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. αὑτοῦ, κτλ., οὐχὶ σπανίως κεῖται ἀντὶ τοῦ α΄ ἢ β΄ προσώπου, ἀντὶ τοῦ [[ἐμαυτοῦ]], Αἰσχύλ. Χο. 221, 1014, Σοφ. Ο. Τ. 138, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. x. s. v.· ἀντὶ [[σεαυτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, 1297, κτλ. ΙΙΙ. ὁ πληθ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, κτλ., κεῖται [[ἐνίοτε]] ἀντὶ [[ἀλλήλων]], ἀλλήλοις, Ἡρόδ. 3. 49, Θουκ. 4. 25, κτλ.· καθ’ αὑτοῖν, [[ἐναντίον]] [[ἀλλήλων]], Σοφ. Ἀντ. 145· πρὸς αὑτοὺς Δημ. 231. 12· περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται ὁ αὐτ. 43. 7· πρβλ. Heind. Πλάτ. Λύσ. 215Β, Παρμ. 133Β. | |lstext='''ἑαυτοῦ''': ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, ὁ πληθυντ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, -άς, Ἰων. [[ἑωυτοῦ]], κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. αὑτοῦ, κτλ., [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] παρὰ Τραγ., ἂν καὶ τὸ [[ἑαυτοῦ]], κτλ., ἀπαντῶσιν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 186, 702, 890, κτλ.· Δωρ. [[αὐταύτου]], ἴδε ἐν λέξει. Αὐτοπαθὴς ἀντωνυμ. τοῦ γ΄ προσώπ., Λατ. sui, sibi, se, κτλ.· πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. (ὁ Ὅμ. ἔχει ἕο [[αὐτοῦ]], οἷ αὐτῷ, ἓ αὐτόν): - [[πολλαχοῦ]] [[εἶναι]] ἀδιάφορον ἂν γράψωμεν [[αὐτοῦ]] ἢ αὑτοῦ, κτλ., καὶ τούτου ἕνεκεν αἱ ἐκδόσεις διαφέρουσιν, ἴδε Βουττμ. Δημ. κ. Μειδ. 140: - αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ἀσχέτως, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Β· αὐτὸ ἐφ’ αὑτοῦ, [[αὐτόθι]] 160C· τὸ ἐφ’ ἑαυτὸν Θουκ. 1. 141· αὐτὸ καθ’ αὑτὸ Πλάτ. Θεαίτ. 157Α· αὐτὰ πρὸς αὐτὰ [[αὐτόθι]] 154Ε: - ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] Θουκ. 5. 60, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 3· ἐφ’ [[ἑαυτοῦ]], ἴδε ἐπὶ Ι. 1. δ· ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] γ., ἴδε ἐν Ι. 1, [[ἐντός]]· - παρ’ ἑαυτῷ, ἐν τῇ [[ἑαυτοῦ]] οἰκίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 3, κτλ.: - ἔχει ἰδιαιτέραν τινὰ χρῆσιν [[μετὰ]] συγκριτ. καὶ ὑπερθ., πλουσιώτεροι ἑαυτῶν Θουκ. 1. 8· θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Πλάτ. Πρωτ. 350Δ, πρβλ. Δ· οὕτω, τῇ αὐτὸ [[ἑωυτοῦ]] ἐστι μακρότατον, [[ἔνθα]] ἔχει τὸ μέγιστον [[μῆκος]], Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 149., 4. 85, 198· βελτίστους ἑαυτῶν γίγνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους [[ὅταν]] πρὸς τοὺς θεοὺς βαδίζωσιν Πλουτ. Ἠθ. 413Β. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. αὑτοῦ, κτλ., οὐχὶ σπανίως κεῖται ἀντὶ τοῦ α΄ ἢ β΄ προσώπου, ἀντὶ τοῦ [[ἐμαυτοῦ]], Αἰσχύλ. Χο. 221, 1014, Σοφ. Ο. Τ. 138, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. x. s. v.· ἀντὶ [[σεαυτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, 1297, κτλ. ΙΙΙ. ὁ πληθ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, κτλ., κεῖται [[ἐνίοτε]] ἀντὶ [[ἀλλήλων]], ἀλλήλοις, Ἡρόδ. 3. 49, Θουκ. 4. 25, κτλ.· καθ’ αὑτοῖν, [[ἐναντίον]] [[ἀλλήλων]], Σοφ. Ἀντ. 145· πρὸς αὑτοὺς Δημ. 231. 12· περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται ὁ αὐτ. 43. 7· πρβλ. Heind. Πλάτ. Λύσ. 215Β, Παρμ. 133Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς, οῦ;<br /><i>contr.</i> [[αὑτοῦ]], ῆς, οῦ ; <i>acc. neutre</i> ἑαυτό ; <i>gén. pl.</i> ἑαυτῶν, <i>etc.</i><br /><b>1</b> de soi-même, à soi-même, soi-même : πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι THC devenant plus riches qu’ils n’étaient ; παρ’ ἑαυτῷ XÉN dans sa propre maison, chez soi ; ce qu’on possède ; αὐτὸ καθ’ αὑτό, αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ ἐφ’ [[αὑτοῦ]], de soi-même, <i>càd</i> absolument ; [[ἑαυτοῦ]] [[εἶναι]] PLUT être son maître, être indépendant ; [[ἐν]] ἑαυτῷ γίγνεσθαι XÉN revenir à soi, redevenir maître de soi;<br /><b>2</b> <i>chez les Att., au plur. et qqf au sg. pour les pronoms de la 1ᵉ et de la 2ᵉ pers.</i> ([[ἐμαυτοῦ]], [[σεαυτοῦ]]) ; <i>au pl. p.</i> [[ἡμῶν]] αὐτῶν, [[ἡμᾶς]] αὐτούς, <i>etc.</i> ; [[ἴστε]] [[ἡμᾶς]] Φωκίδα ὑφ’ ἑαυτοὺς πεποιημένους DÉM vous savez que nous avons soumis la Phocide à notre propre domination;<br /><b>3</b> <i>au pl. p.</i> [[ἀλλήλων]], ἀλλήλοις, des uns aux autres, les uns aux autres : φθονοῦντες ἑαυτοῖς μισοῦσιν ἀλλήλους XÉN se portant mutuellement envie, ils se haïssent les uns les autres ; περιϊόντες αὑτῶν πυνθάνονται DÉM circulant (sur la place) ils s’informent les uns auprès des autres.<br />'''Étymologie:''' ἕ, [[αὐτός]]. | |||
}} | }} |