Anonymous

δυσθέατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσθέᾱτος''': -ον, κακόν, δυσάρεστον [[θέαμα]] παρέχων, [[ἀποτρόπαιος]], Αἰσχύλ. Πρ. 69, 690, Σοφ. Αἴ. 1004. ΙΙ. δυσκόλως ὁρώμενος, [[ἀμυδρός]], [[σκοτεινός]], Πλούτ. 2. 966Β, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61.
|lstext='''δυσθέᾱτος''': -ον, κακόν, δυσάρεστον [[θέαμα]] παρέχων, [[ἀποτρόπαιος]], Αἰσχύλ. Πρ. 69, 690, Σοφ. Αἴ. 1004. ΙΙ. δυσκόλως ὁρώμενος, [[ἀμυδρός]], [[σκοτεινός]], Πλούτ. 2. 966Β, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à voir, obscur;<br /><b>2</b> pénible à voir, affreux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεάομαι]].
}}
}}