Anonymous

ἐγκαθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαθιδρύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, [[ἐγείρω]] ἢ στήνω, [[ἱδρύω]], [[ἀνιδρύω]], τοποθετῶ, [[ἄγαλμα]] ἐγκ. χθονὶ Εὐρ. Ι. Τ. 978: - Παθ., Φιλόξ. ἐν Κωμ. Ἕλλ. 3, σ. 636, Ἀριστ. Κόσμ. 6. 5.
|lstext='''ἐγκαθιδρύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, [[ἐγείρω]] ἢ στήνω, [[ἱδρύω]], [[ἀνιδρύω]], τοποθετῶ, [[ἄγαλμα]] ἐγκ. χθονὶ Εὐρ. Ι. Τ. 978: - Παθ., Φιλόξ. ἐν Κωμ. Ἕλλ. 3, σ. 636, Ἀριστ. Κόσμ. 6. 5.
}}
{{bailly
|btext=établir <i>ou</i> ériger sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθιδρύω]].
}}
}}