Anonymous

δύσριγος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσρῑγος''': -ον, δυσκόλως ὑπομένων τὸ [[ῥῖγος]], [[λίαν]] [[εὐαίσθητος]] εἰς τὸ [[ψῦχος]], ζῷα Ἡρόδ. 5. 10, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8, 25 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. δυσριγοτέρως διάγειν ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 29.
|lstext='''δύσρῑγος''': -ον, δυσκόλως ὑπομένων τὸ [[ῥῖγος]], [[λίαν]] [[εὐαίσθητος]] εἰς τὸ [[ψῦχος]], ζῷα Ἡρόδ. 5. 10, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8, 25 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. δυσριγοτέρως διάγειν ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très frileux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ῥῖγος]].
}}
}}