3,270,629
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσιππος''': -ον, ὁ [[δύσκολος]], [[ἀπρόσφορος]] πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. [[χώρα]] Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― [[ὡσαύτως]] δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ. | |lstext='''δύσιππος''': -ον, ὁ [[δύσκολος]], [[ἀπρόσφορος]] πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. [[χώρα]] Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― [[ὡσαύτως]] δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />peu favorable à la cavalerie.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἵππος]]. | |||
}} | }} |