Anonymous

δύσιππος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσιππος''': -ον, ὁ [[δύσκολος]], [[ἀπρόσφορος]] πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. [[χώρα]] Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― [[ὡσαύτως]] δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ.
|lstext='''δύσιππος''': -ον, ὁ [[δύσκολος]], [[ἀπρόσφορος]] πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. [[χώρα]] Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― [[ὡσαύτως]] δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />peu favorable à la cavalerie.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἵππος]].
}}
}}