3,277,119
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρυοκολάπτης''': -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. [[τρία]] εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- [[ὡσαύτως]] [[δρυκολάπτης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15. | |lstext='''δρυοκολάπτης''': -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. [[τρία]] εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- [[ὡσαύτως]] [[δρυκολάπτης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pivert, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]], [[κολάπτω]]. | |||
}} | }} |