Anonymous

Δωρίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Δωρίς''': -ίδος, ἡ θηλ. ἐπίθ. =Δωρική, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· φωνὴ Θουκ. 6. 5, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], 1) Δωρὶς [[νᾶσος]], ἡ Δωρικὴ [[νῆσος]], δηλ. ἡ [[Πελοπόννησος]], Πίνδ. Ν. 3. 5, Σοφ. Ο. Κ. 695, κτλ. 2) ([[μετὰ]] τοῦ γῆ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]) ἡ [[Δωρίς]], ἐν τοῖς βορείοις τῆς Ἑλλάδος, Ἡρόδ. 8. 31, Θουκ., κτλ. 3) Δ. κόρα, Δωρικὸν [[κοράσιον]], Εὐρ. Ἑκ. 934. 4) (ἐνν. κοπὶς) Δωρικὴ [[μάχαιρα]] ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Εὐρ. Ἠλ. 819 (κατὰ Seidl. ἀντὶ δορίδ’, [[ὅπερ]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· κατὰ δὲ τὸν Nauck δορίδ’ ἀναρπάξας).
|lstext='''Δωρίς''': -ίδος, ἡ θηλ. ἐπίθ. =Δωρική, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· φωνὴ Θουκ. 6. 5, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], 1) Δωρὶς [[νᾶσος]], ἡ Δωρικὴ [[νῆσος]], δηλ. ἡ [[Πελοπόννησος]], Πίνδ. Ν. 3. 5, Σοφ. Ο. Κ. 695, κτλ. 2) ([[μετὰ]] τοῦ γῆ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]) ἡ [[Δωρίς]], ἐν τοῖς βορείοις τῆς Ἑλλάδος, Ἡρόδ. 8. 31, Θουκ., κτλ. 3) Δ. κόρα, Δωρικὸν [[κοράσιον]], Εὐρ. Ἑκ. 934. 4) (ἐνν. κοπὶς) Δωρικὴ [[μάχαιρα]] ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Εὐρ. Ἠλ. 819 (κατὰ Seidl. ἀντὶ δορίδ’, [[ὅπερ]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· κατὰ δὲ τὸν Nauck δορίδ’ ἀναρπάξας).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ίδος<br /><b>1</b> <i>adj.</i> dorien, dorienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Δωρίς]] ([[γῆ]]) Doride, contrée de Grèce.<br />'''Étymologie:''' [[Δωριεύς]].<br /><span class="bld">2</span>ίδος (ἡ) :<br />Dôris (la Dorienne), <i>Néréide</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Δωρίς]].
}}
}}