3,276,901
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δραστήριος''': -ον, [[ἐνεργητικός]], [[ἀποτελεσματικός]], μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., [[δραστηριότης]], ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. [[ῥῆμα]], ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) [[δουλικός]], [[ἔργον]] Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄. | |lstext='''δραστήριος''': -ον, [[ἐνεργητικός]], [[ἀποτελεσματικός]], μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., [[δραστηριότης]], ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. [[ῥῆμα]], ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) [[δουλικός]], [[ἔργον]] Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />actif <i>en parl. de pers.</i> ; ἀνὴρ [[δραστήριος]] [[ἐς]] τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l’activité ; <i>en parl. de choses</i> efficace, énergique.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]]. | |||
}} | }} |