Anonymous

δυσαίων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, διάγων ζωὴν δύσκολον, [[δυστυχής]], Αἰσχύλ. Θήβ. 927 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Κ. 150· αἰὼν [[δυσαίων]], ζωὴ ἀθλία, [[βίος]] [[ἀβίωτος]], Εὐρ. Ἑλ. 214· [[δυσαίων]] δ’ ὁ [[βίος]] ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 960· - πρβλ. [[ἀβίωτος]].
|lstext='''δυσαίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, διάγων ζωὴν δύσκολον, [[δυστυχής]], Αἰσχύλ. Θήβ. 927 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Κ. 150· αἰὼν [[δυσαίων]], ζωὴ ἀθλία, [[βίος]] [[ἀβίωτος]], Εὐρ. Ἑλ. 214· [[δυσαίων]] δ’ ὁ [[βίος]] ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 960· - πρβλ. [[ἀβίωτος]].
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />dont la vie est malheureuse, infortunée.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[αἰών]].
}}
}}