Anonymous

ἐγκρατής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) ὁ ἔχων [[κράτος]], ἐξουσίαν, οὐχ ὁ [[πρέσβυς]] Πόλυβος ἐγκρατὴς ἔτι; Σοφ. Ο. Τ. 941. ΙΙ. στερεῶς κρατῶν, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, χεὶρ σταθερώτατα κρατοῦσα, Ξεν. Ἱππ. 7. 8. 2) [[ἰσχυρός]], [[στιβαρός]], ἐγκρατεῖ σθένει Αἰσχύλ. Πρ. 55· τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]] Σοφ. Ἀντ. 474· ἐγκρ. [[σῶμα]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 23. ΙΙΙ. [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ὁ ἔχων ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του πρᾶγμά τι, κύριός τινος, Λατ. compos rei, Ἡρόδ. 8. 49., 9. 106, Σοφ. Φ. 75, κτλ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], τὸ [[σχοινίον]] τοῦ μεγάλου ἱστίου, δηλ. τοῦ κυριωτέρου ἱστίου τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 715· ἐγκρ. [[ἑαυτοῦ]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β, κ. ἀλλ.· ἐγκρ. ἀφροδισίων, γαστρός, οἴνου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Οἰκ. 12, 16. 2) ἀπολ., [[ἐγκρατής]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Ὅροι 415D· παιδεύων, συγκρατῶν ἑαυτόν, Λατ. continens, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 4, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -τῶς, στιβαρᾷ χειρί, ἰσχυρῶς, βία, ἄρχειν 1. 76· ἐγκρ. ἔχειν τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 9. 2) μετ’ ἐγκρατείας, Πλάτ. Νόμ. 710Α.
|lstext='''ἐγκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) ὁ ἔχων [[κράτος]], ἐξουσίαν, οὐχ ὁ [[πρέσβυς]] Πόλυβος ἐγκρατὴς ἔτι; Σοφ. Ο. Τ. 941. ΙΙ. στερεῶς κρατῶν, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, χεὶρ σταθερώτατα κρατοῦσα, Ξεν. Ἱππ. 7. 8. 2) [[ἰσχυρός]], [[στιβαρός]], ἐγκρατεῖ σθένει Αἰσχύλ. Πρ. 55· τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]] Σοφ. Ἀντ. 474· ἐγκρ. [[σῶμα]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 23. ΙΙΙ. [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ὁ ἔχων ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του πρᾶγμά τι, κύριός τινος, Λατ. compos rei, Ἡρόδ. 8. 49., 9. 106, Σοφ. Φ. 75, κτλ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], τὸ [[σχοινίον]] τοῦ μεγάλου ἱστίου, δηλ. τοῦ κυριωτέρου ἱστίου τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 715· ἐγκρ. [[ἑαυτοῦ]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β, κ. ἀλλ.· ἐγκρ. ἀφροδισίων, γαστρός, οἴνου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Οἰκ. 12, 16. 2) ἀπολ., [[ἐγκρατής]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Ὅροι 415D· παιδεύων, συγκρατῶν ἑαυτόν, Λατ. continens, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 4, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -τῶς, στιβαρᾷ χειρί, ἰσχυρῶς, βία, ἄρχειν 1. 76· ἐγκρ. ἔχειν τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 9. 2) μετ’ ἐγκρατείας, Πλάτ. Νόμ. 710Α.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui a de la force en soi-même, <i>d’où</i><br /><b>1</b> fort, vigoureux;<br /><b>2</b> qui est en possession du pouvoir, puissant;<br /><b>II.</b> maître de, gén. : ἐγκρατὴς γαστρὸς καὶ ποτοῦ XÉN qui maîtrise son appétit et son désir de boire ; <i>abs.</i> [[ἐγκρατής]] maître de soi, tempérant, continent;<br /><i>Cp.</i> ἐγκρατέστερος, <i>Sp.</i> ἐγκρατέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κράτος]].
}}
}}