3,274,216
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσφύλακτος''': -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738. | |lstext='''δυσφύλακτος''': -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont il est difficile de se garder.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φυλάσσω]]. | |||
}} | }} |