Anonymous

ἐγρεκύδοιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγρεκύδοιμος''': -ον, ὁ διεγείρων κυδοιμόν, θόρυβον τῆς μάχης, ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Ἡσύχ. Θ. 925, Λαμπροκλ. 1.
|lstext='''ἐγρεκύδοιμος''': -ον, ὁ διεγείρων κυδοιμόν, θόρυβον τῆς μάχης, ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Ἡσύχ. Θ. 925, Λαμπροκλ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui excite au tumulte (des combats), <i>ép. de Pallas, d’une bacchante, de la flûte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγείρω]], [[κυδοιμός]].
}}
}}