Anonymous

ἐγχεσίμωρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχεσίμωρος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ ἔχους μαχόμενος, Ἰλ. Β. 692, κτλ., Ὀδ. Γ. 188. - Περί τῆς συνθέσεως ἴδε τὴν λέξ. ἰόμωρος.
|lstext='''ἐγχεσίμωρος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ ἔχους μαχόμενος, Ἰλ. Β. 692, κτλ., Ὀδ. Γ. 188. - Περί τῆς συνθέσεως ἴδε τὴν λέξ. ἰόμωρος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la lance furieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἔγχος]], [[μωρός]].
}}
}}