Anonymous

ἐγκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκρύπτω''': μέλλ. -ψω, ἀόρ. α΄ ἐνέκρυψα, ἀορ. β΄ μετοχ. θηλ. ἐγκρῠβοῦσα Ἀπολλόδ. 3. 13, 6: ― [[κρύπτω]], [[κρύπτω]] [[ἐντός]], δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Ὀδ. Ε. 488· τὸ ᾠὸν ἐν δέρματι λαγωοῦ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 33· τι εἴς τι Ἀπολλόδ. 1. 5, 1, κτλ. 2) πῦρ ἐγκρ., φυλάττειν κεκρυμμένον, «παραχωμένον», Ἀριστοφ. Ὄρν. 841.
|lstext='''ἐγκρύπτω''': μέλλ. -ψω, ἀόρ. α΄ ἐνέκρυψα, ἀορ. β΄ μετοχ. θηλ. ἐγκρῠβοῦσα Ἀπολλόδ. 3. 13, 6: ― [[κρύπτω]], [[κρύπτω]] [[ἐντός]], δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Ὀδ. Ε. 488· τὸ ᾠὸν ἐν δέρματι λαγωοῦ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 33· τι εἴς τι Ἀπολλόδ. 1. 5, 1, κτλ. 2) πῦρ ἐγκρ., φυλάττειν κεκρυμμένον, «παραχωμένον», Ἀριστοφ. Ὄρν. 841.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐγκρύψω, <i>ao.</i> [[ἐνέκρυψα]];<br /><i>pf. Pass.</i> ἐγκέκρυμμαι;<br />cacher dans : [[τί]] τινι cacher une chose dans une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κρύπτω]].
}}
}}