3,277,121
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐδητύς''': -ύος, ἡ, [[τροφή]], [[φαγητόν]], παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει: πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, ἐκορέσθησαν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες, Ἰλ. Α. 469. κτλ.· πλὴν ἐν Ὀδ. Ζ. 250, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν [[ἄπαστος]]. | |lstext='''ἐδητύς''': -ύος, ἡ, [[τροφή]], [[φαγητόν]], παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει: πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, ἐκορέσθησαν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες, Ἰλ. Α. 469. κτλ.· πλὴν ἐν Ὀδ. Ζ. 250, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν [[ἄπαστος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ύος (ἡ) :<br />le manger ; nourriture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔδω]]. | |||
}} | }} |