Anonymous

ἐγκολάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[κολάπτω]], [[σκαλίζω]] ἐπὶ λίθου ([[κυρίως]] οὐχὶ ἐπὶ λεπτῆς ἐργασίας οἵα ἦν ἡ τῶν ἐγγλύφων), ἐγκ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Ἡρόδ. 1. 187· γράμματα ἐν πέτρῃσι, ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα ὁ αὐτ. 2. 106, 136, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τρίποσι ὁ αὐτ. 5. 59· ἐπὶ πίνακος Ἀνθ. Π. παράρτ. 311 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.)· εἰς τὸ [[μέτωπον]] Πλουτ. Περικλ. 21· κατά τινος Λιβάν.
|lstext='''ἐγκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[κολάπτω]], [[σκαλίζω]] ἐπὶ λίθου ([[κυρίως]] οὐχὶ ἐπὶ λεπτῆς ἐργασίας οἵα ἦν ἡ τῶν ἐγγλύφων), ἐγκ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Ἡρόδ. 1. 187· γράμματα ἐν πέτρῃσι, ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα ὁ αὐτ. 2. 106, 136, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τρίποσι ὁ αὐτ. 5. 59· ἐπὶ πίνακος Ἀνθ. Π. παράρτ. 311 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.)· εἰς τὸ [[μέτωπον]] Πλουτ. Περικλ. 21· κατά τινος Λιβάν.
}}
{{bailly
|btext=graver en creux, graver : [[τί]] τινι, ἔν τινι, [[ἐπί]] τινι, [[εἴς]] [[τι]] graver qch sur (une pierre, un monument, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κολάπτω]].
}}
}}