Anonymous

ἐγγενῶς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγενῶς''': γνησίως, [[εἴπερ]] [[ἐγγενῶς]] ἔτι τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων, δηλ. ὡς ἐγγενεῖς ὄντες κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 1225.
|lstext='''ἐγγενῶς''': γνησίως, [[εἴπερ]] [[ἐγγενῶς]] ἔτι τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων, δηλ. ὡς ἐγγενεῖς ὄντες κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 1225.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à titre de compatriotes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγγενής]].
}}
}}