Anonymous

δυσπόρευτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπόρευτος''': -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.
|lstext='''δυσπόρευτος''': -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à traverser, peu praticable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, πορεύομαι.
}}
}}