Anonymous

δυστοκεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυστοκεύς''': έως, ὁ, ἀτυχὴς [[γονεύς]], δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
|lstext='''δυστοκεύς''': έως, ὁ, ἀτυχὴς [[γονεύς]], δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />malheureux père ; <i>plur.</i> malheureux parents.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τοκεύς]].
}}
}}