Anonymous

εἰκασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκασμός''': ὁ, τὸ εἰκάζειν, μαντεύειν, συμπεραίνειν, Πλουτ. Μάρ. 11, Λουκ. Ἑρμ. 16.
|lstext='''εἰκασμός''': ὁ, τὸ εἰκάζειν, μαντεύειν, συμπεραίνειν, Πλουτ. Μάρ. 11, Λουκ. Ἑρμ. 16.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />conjecture.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]].
}}
}}