Anonymous

δυσχωρία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχωρία''': ἡ, [[τόπος]] [[δύσκολος]], δύσκολον [[ἔδαφος]], «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35,κτλ. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.
|lstext='''δυσχωρία''': ἡ, [[τόπος]] [[δύσκολος]], δύσκολον [[ἔδαφος]], «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35,κτλ. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />difficulté d’un lieu, d’un terrain.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χώρα]].
}}
}}