3,277,218
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσηγέομαι''': Δωρ. -εἰσᾱγ-: μέλλ. -ήσομαι: Ἀποθ., [[εἰσάγω]], ἀοιδὰς Σιμωνίδ. 127· τὴν θυσίῃν Ἡρόδ. 2. 49. 2) [[εἰσάγω]], [[συμβουλεύω]], δίδω γνώμην, [[προτείνω]], ἐσηγησαμένου τὴν πεῖραν αὐτοῖς, προτείναντος αὐτοῖς τὴν ἀπόπειραν, Θουκ. 3. 20· γῆς ἀναδασμὸν Πλάτ. Νόμ. 684D· νόμον Δίφιλ. ἐν τοῖς «Ἐναγίνζουσι» 1: - [[ὡσαύτως]], εἰσηγ. [[περί]] τινος, ποιεῖσθαι πρότασιν [[περί]] τινος, Ἰσοκρ. 76C· μετ’ ἀπαρ., [[προτείνω]] νά, εἰσ. τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, νὰ τὴν ἀφήσωμεν νὰ ἀπέλθῃ, Πλάτ. Συμπ. 176Ε, πρβλ. Κρίτωνα 48Α· τοῦτο τὸ [[μάθημα]], ὅτι καλὸν εἴη ὁ αὐτ. Λάχ. 179D· είσ. [[ὅπως]]... Πλούτ. Θεμ. 20: - συχνὸν ἐν τύποις οἷος ὁ [[ἀκόλουθος]], εἰσηγουμένου τινός, κατὰ πρότασίν τινος, Θουκ. 4. 76, Συλλ. Ἐπιγρ. 1318, κ. ἀλλ. 3) εἰσηγοῦμαί τινι, παριστῶ εἴς τινα ὅτι... ἐσηγεῖται... τοῖς ἐν τέλει οὖσιν, ὡς οὐ [[χρεών]].: Θουκ. 7. 73· [[ἐντεῦθεν]], [[συμβουλεύω]], [[διδάσκω]], ὅσοι δὲ τοῖς νεωτέροις εἰσηγοῦνται Ἰσοκρ. 2D· εἰσ. τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ ποιεῖν Λυσ. 143. 5. 4) διηγοῦμαι, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἐξηγοῦμαι, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 189D· λόγον τινὶ ὁ αὐτ. Τίμ. 20D. | |lstext='''εἰσηγέομαι''': Δωρ. -εἰσᾱγ-: μέλλ. -ήσομαι: Ἀποθ., [[εἰσάγω]], ἀοιδὰς Σιμωνίδ. 127· τὴν θυσίῃν Ἡρόδ. 2. 49. 2) [[εἰσάγω]], [[συμβουλεύω]], δίδω γνώμην, [[προτείνω]], ἐσηγησαμένου τὴν πεῖραν αὐτοῖς, προτείναντος αὐτοῖς τὴν ἀπόπειραν, Θουκ. 3. 20· γῆς ἀναδασμὸν Πλάτ. Νόμ. 684D· νόμον Δίφιλ. ἐν τοῖς «Ἐναγίνζουσι» 1: - [[ὡσαύτως]], εἰσηγ. [[περί]] τινος, ποιεῖσθαι πρότασιν [[περί]] τινος, Ἰσοκρ. 76C· μετ’ ἀπαρ., [[προτείνω]] νά, εἰσ. τὴν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, νὰ τὴν ἀφήσωμεν νὰ ἀπέλθῃ, Πλάτ. Συμπ. 176Ε, πρβλ. Κρίτωνα 48Α· τοῦτο τὸ [[μάθημα]], ὅτι καλὸν εἴη ὁ αὐτ. Λάχ. 179D· είσ. [[ὅπως]]... Πλούτ. Θεμ. 20: - συχνὸν ἐν τύποις οἷος ὁ [[ἀκόλουθος]], εἰσηγουμένου τινός, κατὰ πρότασίν τινος, Θουκ. 4. 76, Συλλ. Ἐπιγρ. 1318, κ. ἀλλ. 3) εἰσηγοῦμαί τινι, παριστῶ εἴς τινα ὅτι... ἐσηγεῖται... τοῖς ἐν τέλει οὖσιν, ὡς οὐ [[χρεών]].: Θουκ. 7. 73· [[ἐντεῦθεν]], [[συμβουλεύω]], [[διδάσκω]], ὅσοι δὲ τοῖς νεωτέροις εἰσηγοῦνται Ἰσοκρ. 2D· εἰσ. τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ ποιεῖν Λυσ. 143. 5. 4) διηγοῦμαι, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἐξηγοῦμαι, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 189D· λόγον τινὶ ὁ αὐτ. Τίμ. 20D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσηγέομαι]];<br /><b>1</b> introduire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> introduire une proposition, proposer, conseiller : [[περί]] τινος proposer un avis sur qch ; avec un inf. : ποιεῖν [[τι]] proposer <i>ou</i> conseiller de faire qch ; avec [[ὡς]], proposer que ; ἐσ. [[ὡς]] [[οὐ]] [[χρεών]] THC émettre l’avis qu’il ne faut pas.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἡγέομαι]]. | |||
}} | }} |