Anonymous

εἱρκτή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱρκτή''': Ἰων. [[ἑρκτή]], ἡ, (εἵργω) [[μέρος]] περικεκλεισμένον, [[δεσμωτήριον]], [[φυλακή]], Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― [[ὡσαύτως]], τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, [[γυναικωνῖτις]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.
|lstext='''εἱρκτή''': Ἰων. [[ἑρκτή]], ἡ, (εἵργω) [[μέρος]] περικεκλεισμένον, [[δεσμωτήριον]], [[φυλακή]], Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― [[ὡσαύτως]], τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, [[γυναικωνῖτις]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> prison;<br /><b>2</b> partie retirée et secrète d’une maison.<br />'''Étymologie:''' [[εἵργω]].
}}
}}