Anonymous

εἰσποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσποιέω''': μέλλ. -ήσω, δίδω εἰς υἱοθεσίαν, Λατ. dare adoptivum alicui, εἰσποιεῖν, [[υἱόν]] τινι Πλάτ. Νόμ. 878Α˙ εἰσπ. τὸν παῖδα εἰς τὸν οἶκόν τινος Δημ. 1054. 20· τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Ἰσαῖος 81. 25· (ἀλλὰ ἡ αὐτὴ [[φράσις]] κεῖται καὶ ἐπὶ πατρὸς κτωμένου [[τέκνον]], ὁ αὐτ. 58. 53)· [[προσέτι]], εἰσπ. τινα εἰς τὰ χρήματά τινος, καθιστᾶν αὐτὸν κληρονόμον, ὁ αὐτ. 81. 2· εἰς τοῦτον τὸν κλῆρον [[αὐτόθι]] 24· εἰς οὐσίαν [[αὐτόθι]] 27, κτλ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, διακηρύσσειν ἑαυτὸν υἱὸν τοῦ Ἄμμωνος, Πλουτ. Ἀλέξ. 50: - Μέσ. υἱοθετῶ, Λατ. adoptivum facere, Δημ. 1091. 3, κτλ.: - Παθ., εἰσποιηθῆναι [[πρός]] τινα, υἱοθετηθῆναι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. 1088. 28· ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ὁ αὐτ. 1091. 14. - Πρβλ. [[ἐκποιέω]]. 2) [[καθόλου]], εἰσπ. τινας εἰς λειτουργίαν, [[εἰσάγω]] νέους χορηγοὺς εἰς δημοσίαν λειτουργίαν, ὁ αὐτ. 462. 20, 28· τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνόν αὑτόν, εἰσεβιάζετο ἑαυτὸν ὡς συμμέτοχον, Δείναρχ. 94. 23· - [[ὡσαύτως]], εἰσπ. [[ἐγκώμιον]] εἰς τὴν ἱστορίαν, εἰσάγειν [[ἐγκώμιον]] εἰς τὴν ἱστορίαν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9· εἰσποιῶν ἑαυτὸν εἰς τὴν ἐκείνου (τοῦ Σύλλα) δύναμιν, εἰσορμήσας, εἰσπηδήσας εἰς τὴν ἐκείνου δύναμιν, ὡς τελευτήσαντος, Πλούτ. Πομπ. 16· ἢ τὸν Ἡσιόδῳ Θεογονίαν ἐσποιήσαντα, ἢ τὸν ἀποδόντα τὴν Θεογονίαν εἰς τὸν Ἡσίοδον, Παυσ. 9. 27, 2.
|lstext='''εἰσποιέω''': μέλλ. -ήσω, δίδω εἰς υἱοθεσίαν, Λατ. dare adoptivum alicui, εἰσποιεῖν, [[υἱόν]] τινι Πλάτ. Νόμ. 878Α˙ εἰσπ. τὸν παῖδα εἰς τὸν οἶκόν τινος Δημ. 1054. 20· τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Ἰσαῖος 81. 25· (ἀλλὰ ἡ αὐτὴ [[φράσις]] κεῖται καὶ ἐπὶ πατρὸς κτωμένου [[τέκνον]], ὁ αὐτ. 58. 53)· [[προσέτι]], εἰσπ. τινα εἰς τὰ χρήματά τινος, καθιστᾶν αὐτὸν κληρονόμον, ὁ αὐτ. 81. 2· εἰς τοῦτον τὸν κλῆρον [[αὐτόθι]] 24· εἰς οὐσίαν [[αὐτόθι]] 27, κτλ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, διακηρύσσειν ἑαυτὸν υἱὸν τοῦ Ἄμμωνος, Πλουτ. Ἀλέξ. 50: - Μέσ. υἱοθετῶ, Λατ. adoptivum facere, Δημ. 1091. 3, κτλ.: - Παθ., εἰσποιηθῆναι [[πρός]] τινα, υἱοθετηθῆναι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. 1088. 28· ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ὁ αὐτ. 1091. 14. - Πρβλ. [[ἐκποιέω]]. 2) [[καθόλου]], εἰσπ. τινας εἰς λειτουργίαν, [[εἰσάγω]] νέους χορηγοὺς εἰς δημοσίαν λειτουργίαν, ὁ αὐτ. 462. 20, 28· τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνόν αὑτόν, εἰσεβιάζετο ἑαυτὸν ὡς συμμέτοχον, Δείναρχ. 94. 23· - [[ὡσαύτως]], εἰσπ. [[ἐγκώμιον]] εἰς τὴν ἱστορίαν, εἰσάγειν [[ἐγκώμιον]] εἰς τὴν ἱστορίαν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9· εἰσποιῶν ἑαυτὸν εἰς τὴν ἐκείνου (τοῦ Σύλλα) δύναμιν, εἰσορμήσας, εἰσπηδήσας εἰς τὴν ἐκείνου δύναμιν, ὡς τελευτήσαντος, Πλούτ. Πομπ. 16· ἢ τὸν Ἡσιόδῳ Θεογονίαν ἐσποιήσαντα, ἢ τὸν ἀποδόντα τὴν Θεογονίαν εἰς τὸν Ἡσίοδον, Παυσ. 9. 27, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσποιέω]];<br /><b>1</b> admettre parmi, introduire;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> introduire par adoption : εἰσποιεῖν [[Ἄμμων]] ἑαυτόν PLUT se faire passer pour fils d’Ammon.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ποιέω]].
}}
}}